συναγωγευς

συναγωγευς
    συναγωγεύς
    συν-ᾰγωγεύς
    -έως ὅ
    1) соединитель, объединитель
    

(τῆς ἀρχαία; φύσεως Plat.)

    2) собиратель, устроитель, тж. агитатор
    

(συναγωγεῖς τῶν πολιτῶν Lys.; θιασάρχης καὴ ξ. Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συναγωγευς" в других словарях:

  • συναγωγεύς — one who brings together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγεύς — έως, ὁ, ΜΑ 1. αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει 2. συνωμότης αρχ. 1. αυτός που συγκαλεί συνέδριο 2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεύς», Πλάτ.) 3. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ξυναγωγεύς — συναγωγεύς , συναγωγεύς one who brings together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγεῖς — συναγωγεύς one who brings together masc acc pl συναγωγεύς one who brings together masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγῆς — συναγωγεύς one who brings together masc nom pl συναγωγεύς one who brings together masc nom/voc pl συναγωγή a bringing together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγῆι — συναγωγεύς one who brings together masc dat sg (epic ionic) συναγωγῇ , συναγωγή a bringing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναγωγῆς — συναγωγῆς , συναγωγεύς one who brings together masc nom pl συναγωγῆς , συναγωγεύς one who brings together masc nom/voc pl συναγωγῆς , συναγωγή a bringing together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναγωγῇ — συναγωγῆι , συναγωγεύς one who brings together masc dat sg (epic ionic) συναγωγῇ , συναγωγή a bringing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναγωγέας — συναγωγέᾱς , συναγωγεύς one who brings together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγῇ — συναγωγῆι , συναγωγεύς one who brings together masc dat sg (epic ionic) συναγωγή a bringing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγέα — συναγωγέᾱ , συναγωγεύς one who brings together masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»